ακαρποφόρητος

ακαρποφόρητος
-η, -ο
1. αυτός που δεν καρποφόρησε: Οι αμυγδαλιές φέτος έμειναν ακαρποφόρητες.
2. αυτός που δεν είχε αποτέλεσμα: Οι συμβουλές του υπήρξαν ακαρποφόρητες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακαρποφόρητος — η, ο [καρποφορώ] 1. αυτός που δεν έχει αποδώσει καρπούς ή που δεν μπορεί να καρποφορήσει 2. ο ανώφελος, εκείνος που μένει χωρίς αποτέλεσμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”